- ξεσκισμένος
- η , ο рваный, разодранный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάτραμις — ( εως), ο (Α) [τράμις] (για κίναιδο) «ὁ διερρωγὼς τὴν τράμιν» εκείνος τού οποίου η τράμις, ο πρωκτός, έχει πλέον διαρραγεί, ο ξεσκισμένος … Dictionary of Greek
ξεσκίζω — και ξεσχίζω 1. σχίζω εντελώς, κουρελιάζω 2. γρατσουνίζω («η γάτα τής ξέσκισε το χέρι») 3. μτφ. νικώ κάποιον με μεγάλη διαφορά 4. (το μέσ.) ξεσκίζομαι α) σχίζω το ένδυμα που φορώ («έπεσα κάτω και ξεσκίστηκα») β) κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό… … Dictionary of Greek
ξεσκίζομαι — ξεσκίζομαι, ξεσκίστηκα, ξεσκισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεσκίζω — ξέσκισα, ξεσκίστηκα, ξεσκισμένος 1. προκαλώ αμυχές, γρατσουνίζω: Ξεσκίστηκα στ αγκάθια. 2. σκίζω ολότελα, κουρελιάζω: Ξέσκισε το βιβλίο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)